μαυριασμός

μαυριασμός
μαυριασμός, ὁ (Μ) [μαυριάζω]
μαυρίλα («ἀπὸ τοῡ ἐργαστηρίου τοῡ χαλκέως ἐξερχόμενοι καὶ τὴν μούντζην τοῡ μαυριασμοῡ ἀπὸ τοῡ προσώπου ἐκπλύνοντες», Νικήτ. Χων.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”